Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόγνωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόγνωσ|η <-εις> [aˈpɔɣnɔsi] SUBST θηλ

απόγνωση
Verzweiflung θηλ
φέρνω κάποιον σε απόγνωση
είμαι σε απόγνωση

Παραδειγματικές φράσεις με απόγνωση

φέρνω κάποιον σε απόγνωση
είμαι σε απόγνωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский