Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απογοητεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απογοητ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [apɔɣɔiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

απογοητεύω

II . απογοητεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. απογοητεύομαι (διαψεύδονται οι ελπίδες μου):

2. απογοητεύομαι (χάνω το θάρρος μου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский