Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απογίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απογίν|ομαι <-α> [apɔˈjinɔmɛ] VERB αμετάβ

2. απογίνομαι (χειροτερεύω):

απογίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский