Ελληνικά » Γερμανικά

αποταμιευτής (αποταμιεύτρια) [apɔtamiɛfˈtis, apɔtamiˈɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αποταμιευτής (αποταμιεύτρια)
Sparer(in) αρσ (θηλ)

αποταμιευτικ|ός <-ή, -ό> [apɔtamiɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποταμίευμα [apɔtaˈmiɛvma] SUBST ουδ

αποταμιεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [apɔtamiˈɛvɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

αποταμίευσ|η <-εις> [apɔtaˈmiɛfsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский