Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομακρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απομακρύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [apɔmaˈkrinɔ] VERB μεταβ

1. απομακρύνω (μεταφέρω μακριά):

απομακρύνω

2. απομακρύνω (παίρνω και βγάζω από τη μέση):

απομακρύνω

3. απομακρύνω (εργάτη: απολύω):

απομακρύνω

4. απομακρύνω (από θέμα):

απομακρύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский