Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομακρυσμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομακρυσμέν|ος <-η, -ο> [apɔmakrizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. απομακρυσμένος (τοπικά):

απομακρυσμένος

ιδιωτισμοί:

ένας απομακρυσμένος συγγενής

Παραδειγματικές φράσεις με απομακρυσμένος

ένας απομακρυσμένος συγγενής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский