Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθεραπεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθεραπεία [apɔθɛraˈpia] SUBST θηλ

1. αποθεραπεία ΙΑΤΡ:

αποθεραπεία
Genesung θηλ

2. αποθεραπεία ΑΘΛ:

αποθεραπεία
Erholung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский