Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθεματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθεματικ|ός <-ή, -ό> [apɔθɛmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αποθεματικός (γενικά):

αποθεματικός
Reserve-
Reservekapital ουδ ενικ

2. αποθεματικός ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

αποθεματικός
Spar-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский