Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθαρρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποθαρρύν|ω <-α, -θηκα, -ημένος> [apɔθaˈrinɔ] VERB μεταβ

II . αποθαρρύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский