Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόθεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόθεμα [aˈpɔθɛma] SUBST ουδ

1. απόθεμα:

απόθεμα ΓΕΩΛ, ΧΗΜ
Ablagerung θηλ

3. απόθεμα (αποταμιευμένα χρήματα):

απόθεμα
Erspartes ουδ
Vorrat αρσ
απόθεμα τροφίμων

Παραδειγματικές φράσεις με απόθεμα

απόθεμα ουδ εξίσωσης ΟΙΚΟΝ
ενεργειακό απόθεμα
απόθεμα εξίσωσης
απόθεμα ασφαλείας
απόθεμα υλικού
απόθεμα χρημάτων
Geldvorrat αρσ
απόθεμα τροφίμων
απόθεμα σε πρώτες ύλες

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский