Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανυπότακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανυπότακτ|ος [aniˈpɔtaktɔs], ανυπόταχτ|ος [aniˈpɔtaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ανυπότακτος (που δεν υποτάσσεται σε άλλους):

ανυπότακτος
είναι ανυπότακτος

2. ανυπότακτος ΣΤΡΑΤ:

είναι ανυπότακτος

Παραδειγματικές φράσεις με ανυπότακτος

είναι ανυπότακτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский