Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντοχή [andɔˈci] SUBST θηλ

1. αντοχή (γενικά):

αντοχή

2. αντοχή ΑΘΛ:

αντοχή
Kondition θηλ

3. αντοχή ΜΗΧΑΝΙΚΉ (υλικού):

αντοχή
Festigkeit θηλ
αντοχή σε θραύση
αντοχή σε κάμψη
αντοχή υλικού

Παραδειγματικές φράσεις με αντοχή

αντοχή υλικού
αντοχή θηλ στην ινσουλίνη
αντοχή σε θραύση
αντοχή σε κάμψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский