Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anˈdlɔ] VERB μεταβ

1. αντλώ (με αντλία):

αντλώ

2. αντλώ (με άλλη συσκευή):

αντλώ μτφ από
schöpfen aus +δοτ

Παραδειγματικές φράσεις με αντλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский