Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντεκδικούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντεκδι|κούμαι [andɛkðiˈkumɛ], αντεκδι|κιέμαι [andɛkðiˈcɛmɛ] <-κήθηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ/αμετάβ

αντεκδικούμαι κάποιον
αντεκδικούμαι έναν φόνο
αντεκδικούμαι για κάτι (σε κάποιον)

Παραδειγματικές φράσεις με αντεκδικούμαι

αντεκδικούμαι κάποιον
αντεκδικούμαι έναν φόνο
αντεκδικούμαι για κάτι (σε κάποιον)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский