Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντεκδικιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντεκδι|κούμαι [andɛkðiˈkumɛ], αντεκδι|κιέμαι [andɛkðiˈcɛmɛ] <-κήθηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ/αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский