Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανησυχαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανησυχαστικ|ός [anisixastiˈkɔs], ανησυχητικ|ός [anisiçitiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

ανησυχαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский