Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανημπόρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανημποριά [animbɔˈri̯a], ανημπόρια [animˈbɔria] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανημπόρια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский