Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανήσυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανήσυχ|ος <-η, -ο> [aˈnisixɔs] ΕΠΊΘ

1. ανήσυχος (που δεν μπορεί να καθίσει ήσυχος, ανυπόμονος):

ανήσυχος
rastloser Mensch αρσ

2. ανήσυχος (στενοχωρημένος, γεμάτος σκέψεις):

ανήσυχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский