Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπικύρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπικύρωτ|ος <-η, -ο> [anɛpiˈcirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπικύρωτος (συνθήκη):

ανεπικύρωτος

3. ανεπικύρωτος (αντίγραφο):

ανεπικύρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский