Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεκτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεκτ|ός <-ή, -ό> [anɛkˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεκτός (υποφερτός):

ανεκτός

2. ανεκτός (καλούτσικος):

ανεκτός

3. ανεκτός (επιτρεπτός):

ανεκτός

4. ανεκτός (ευπρόσδεκτος):

ανεκτός

Παραδειγματικές φράσεις με ανεκτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский