Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεκτικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεκτικότητα [anɛktiˈkɔtita] SUBST θηλ

ανεκτικότητα
Toleranz θηλ
ανοσολογική ανεκτικότητα
Immuntoleranz θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανεκτικότητα

ανοσολογική ανεκτικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский