Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεκτέλεστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεκτέλεστ|ος <-η, -ο> [anɛkˈtɛlɛstɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεκτέλεστος (διαταγή, σχέδιο):

ανεκτέλεστος

2. ανεκτέλεστος (που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί):

ανεκτέλεστος

3. ανεκτέλεστος (μουσική):

ανεκτέλεστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский