Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεβοκατεβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεβοκατεβά|ζω <-σα> [anɛvɔkatɛˈvazɔ] VERB μεταβ

1. ανεβοκατεβάζω (πηγαίνω πάνω-κάτω: στα χέρια μου):

ανεβοκατεβάζω

2. ανεβοκατεβάζω (πηγαίνω πάνω-κάτω: με κάποιο μέσο):

ανεβοκατεβάζω

3. ανεβοκατεβάζω (τραβάω πάνω-κάτω):

ανεβοκατεβάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский