Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέβασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανέβασμα [aˈnɛvazma] SUBST ουδ

1. ανέβασμα (αύξηση: τιμών):

ανέβασμα
Erhöhung θηλ

2. ανέβασμα (άνοδος):

ανέβασμα
Aufstieg αρσ
ανέβασμα ουδ Η/Υ
Upload αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский