Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανδρώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανδρώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [anˈðrɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ανδρώνομαι:

ανδρώνομαι

2. ανδρώνομαι μτφ (κίνημα):

ανδρώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский