Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατριχιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανατριχιά|ζω [anatriˈçazɔ] VERB αμετάβ

ανατριχιάζω
ανατριχιάζω από το κρύο
ανατριχιάζω που το σκέφτομαι

Παραδειγματικές φράσεις με ανατριχιάζω

ανατριχιάζω
ανατριχιάζω από το κρύο
ανατριχιάζω που το σκέφτομαι
και μόνο στην ιδέα του ανατριχιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский