Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατιμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανατιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anatiˈmɔ] VERB μεταβ

1. ανατιμώ (αυξάνω τιμή):

ανατιμώ κάτι

2. ανατιμώ (νόμισμα):

ανατιμώ

Παραδειγματικές φράσεις με ανατιμώ

ανατιμώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский