Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναρριγώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναρριγ|ώ <-είς, -ησα> [anariˈɣɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με αναρριγώ

αναρριγώ
αναρριγώ από το κρύο
αναρριγώ που το σκέφτομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский