Ελληνικά » Γερμανικά

ανακριτής (ανακρίτρια) [anakriˈtis, anaˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

ανακριτής (ανακρίτρια)
Untersuchungsrichter(in) αρσ (θηλ)

ανακρίβεια [anaˈkrivia] SUBST θηλ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

ανακριτικ|ός <-ή, -ό> [anakritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ανακριβ|ής <-ής, -ές> [anakriˈvis] ΕΠΊΘ

1. ανακριβής (αναληθής):

2. ανακριβής (χωρίς ακρίβεια):

3. ανακριβής (στην ώρα):

ανανδρία [ananˈðria], αναντρία [ananˈdria] SUBST θηλ

αν|ακρίνω <-έκρινα, -ακρίθηκα, -ακριμένος> [anaˈkrinɔ] VERB μεταβ

ανάκρισ|η <-εις> [aˈnakrisi] SUBST θηλ

1. ανάκριση (εξέταση):

Untersuchung θηλ

2. ανάκριση (σειρά ερωτήσεων):

Verhör ουδ

ανάκτορα [aˈnaktɔra] SUBST ουδ πλ (κατοικία του βασιλιά)

Schloss ουδ ενικ
Palast αρσ ενικ

αν|ακύπτω <-έκυψα> [anaˈciptɔ] VERB αμετάβ και μτφ (προβλήματα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский