Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακρουόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακρουόμεν|ος <-η, -ο> [anakruˈɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΦΥΣ

ανακρουόμενος
Rückstoß-

Παραδειγματικές φράσεις με ανακρουόμενος

ανακρουόμενος πυρήνας ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский