Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακριτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακριτής (ανακρίτρια) [anakriˈtis, anaˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

ανακριτής (ανακρίτρια)
Untersuchungsrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский