Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναδιπλώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναδιπλώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [anaðiˈplɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναδιπλώνομαι (στρατός: υποχωρώ):

αναδιπλώνομαι

2. αναδιπλώνομαι (γίνομαι διαλλακτικός):

αναδιπλώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский