Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανήκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανήκω [aˈnikɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

1. ανήκω (αποτελώ μέρος συνόλου):

ανήκω σε

Παραδειγματικές φράσεις με ανήκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский