Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμεταποίητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμεταποίητ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

1. αμεταποίητος (που δε μεταποιήθηκε):

αμεταποίητος

2. αμεταποίητος (που δε μεταποιείται):

αμεταποίητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский