Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμετάπειστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμετάπειστ|ος <-η, -ο> [amɛˈtapistɔs] ΕΠΊΘ

1. αμετάπειστος (που δεν πείστηκε):

αμετάπειστος

2. αμετάπειστος (που δεν πείθεται):

αμετάπειστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский