Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμεταμόρφωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμεταμόρφωτ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈmɔrfɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αμεταμόρφωτος (που δε μεταμορφώθηκε):

αμεταμόρφωτος

2. αμεταμόρφωτος (που δε μεταμορφώνεται):

αμεταμόρφωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский