Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλιευτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλιευτικό [aliɛftiˈkɔ] SUBST ουδ

1. αλιευτικό (μικρό):

αλιευτικό
Fischerboot ουδ

2. αλιευτικό (μεγάλο):

αλιευτικό

Παραδειγματικές φράσεις με αλιευτικό

αλιευτικό λιμάνι
αλιευτικό δίχτυ
αλιευτικό πλοίο
αλιευτικό πεδίο
Fanggrund αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский