Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλιεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλι|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [aliˈɛvɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

αλιεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский