Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλίπαντος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλίπαντ|ος <-η, -ο> [aˈlipandɔs] ΕΠΊΘ

1. αλίπαντος (μηχανή):

αλίπαντος

2. αλίπαντος (χωράφι):

αλίπαντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский