Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψάρεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψάρεμα [ˈpsarɛma] SUBST ουδ

ψάρεμα
Fischen ουδ
ψάρεμα πελατών
Kundenfang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ψάρεμα

ποταμίσιο ψάρεμα
ψάρεμα πελατών
Kundenfang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский