Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αληθεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αληθ|εύω <-εψα> [aliˈθɛvɔ] VERB αμετάβ

1. αληθεύω (πραγματοποιούμαι):

αληθεύω

2. αληθεύω (αποδείχνομαι αλήθεια: υποψίες):

αληθεύω

II . αληθ|εύω <-εψα> [aliˈθɛvɔ] VERB αμετάβ unpers

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский