Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλευρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλευρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [alɛˈvrɔnɔ] VERB μεταβ

1. αλευρώνω ΜΑΓΕΙΡ (πασπαλίζω με αλεύρι):

αλευρώνω

2. αλευρώνω (πασπαλίζω με οποιαδήποτε σκόνη):

αλευρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский