Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακρωτηριασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακρωτηριασμός [akrɔtiriazˈmɔs] SUBST αρσ

1. ακρωτηριασμός και μτφ:

ακρωτηριασμός
γενετήσιος ακρωτηριασμός

2. ακρωτηριασμός ΙΑΤΡ:

ακρωτηριασμός
Amputation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ακρωτηριασμός

γενετήσιος ακρωτηριασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский