Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακρωτηριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακρωτηριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [akrɔtiriˈazɔ] VERB μεταβ

1. ακρωτηριάζω και μτφ:

ακρωτηριάζω

2. ακρωτηριάζω ΙΑΤΡ:

ακρωτηριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский