Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: έφυγ- , εφορία , εφόδια και εφάπαξ

έφυγ-

έφυγ- s. φεύγω

Βλέπε και: φεύγω

φ|εύγω <-υγα> [ˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

1. φεύγω (με τα πόδια):

2. φεύγω (τρέχοντας):

3. φεύγω (με όχημα):

4. φεύγω (τρένο: αναχωρώ):

5. φεύγω (από το θέμα):

I . εφάπαξ [ɛˈfapaks] ΕΠΊΡΡ

2. εφάπαξ (κατ' αποκοπή):

pauschal, Pauschal-

II . εφάπαξ [ɛˈfapaks] SUBST ουδ

1. εφάπαξ (ποσό κατ' αποκοπή):

Pauschale θηλ

2. εφάπαξ (αποζημίωση κατά την απόλυση):

Abfindung θηλ

εφόδια [ɛˈfɔðia] SUBST ουδ πλ

1. εφόδια (τρόφιμα κτλ):

Vorräte αρσ πλ

2. εφόδια (μέσα):

Mittel ουδ πλ

εφορία [ɛfɔˈria] SUBST θηλ

1. εφορία (επίβλεψη):

Überwachung θηλ

2. εφορία (υπηρεσία):

Finanzamt ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский