Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έφυγ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έφυγ-

έφυγ- s. φεύγω

Βλέπε και: φεύγω

φ|εύγω <-υγα> [ˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

1. φεύγω (με τα πόδια):

2. φεύγω (τρέχοντας):

3. φεύγω (με όχημα):

4. φεύγω (τρένο: αναχωρώ):

5. φεύγω (από το θέμα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский