Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκλυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκλυσ|η <-εις> [ˈɛklisi] SUBST θηλ

1. έκλυση και μτφ:

έκλυση (χαλάρωση) (ηθών)
Lockerung θηλ

2. έκλυση (θερμότητας):

έκλυση
Abgabe θηλ
έκλυση
Freisetzung θηλ
έκλυση θερμότητας
Wärmeabgabe θηλ
έκλυση θερμότητας

3. έκλυση (ακτίνων, φωτός):

έκλυση
Ausstrahlung θηλ
έκλυση
Emission θηλ

4. έκλυση (ενέργειας):

έκλυση
Feisetzung θηλ
έκλυση ενέργειας

Παραδειγματικές φράσεις με έκλυση

έκλυση ενέργειας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский