Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκλογίκευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκλογίκευσ|η <-εις> [ɛklɔˈjicɛfsi] SUBST θηλ

εκλογίκευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский