Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκουσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκουσμα [ˈakuzma] SUBST ουδ

1. άκουσμα (φήμη):

άκουσμα
Gerücht ουδ

3. άκουσμα (ό,τι ακούγεται, ήχος):

άκουσμα
Klang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με άκουσμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский