Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακούρντιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακούρδιστ|ος [aˈkurðistɔs], ακούρντιστ|ος [aˈkurdistɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ακούρδιστος (ρολόι, παιχνιδάκι):

2. ακούρδιστος (πιάνο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский